Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Χιλιάρα μηχανή και Γιάνης με ένα νι

Η επομένη του δημοψηφίσματος βρήκε από νωρίς τη θέση του υπουργού Οικονομικών να χηρεύει. Ο Γιάνης Βαρουφάκης υπογράφει τη ληξιαρχική πράξη ενός από καιρού προδιαγεγραμμένου πολιτικού θανάτου και συγκεκριμένα του δικού του, τιτιβίζοντας στο αγαπημένο του κοινωνικό μέσο δικτύωσης ένα ξεγυρισμένο "Minister no more" και αφήνει εμένα τον παλιοροκά να τον φαντασιώνομαι να οργώνει το παλκο και να τραγουδάει το "Fool (for your loving) no more" στη θέση του Coverdale. Ένα παλκο που συνδυάζει πολιτική, θεωρία των παιγνίων, θεωρία γενικότερα  και life style φωτογραφήσεων στον Αργοσαρωνικό, σε αναλογίες εκρηκτικές για να τις διαχειριστεί ακόμη και ο ίδιος. Αποκρούω κάθε σκέψη να τον χρίσω Ιωάννη Βαπτιστή στο μύθο μιας κακογουστης προτεσταντικής Σαλώμης -πολύ φτηνό και νεοδημοκρατικό για τα γούστα μου και υποψιάζομαι και τα δικά του- και τον φαντάζομαι να κατεβαίνει αυτοβούλως από την πίστα, όταν καταλαβαίνει ότι το κοινό και οι αδηφάγοι κριτικοί ασχολούνται περισσότερο με το show παρά με τη μουσική που παίζει αυτός και η μπάντα του, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι η μπάντα όργωνε κιόλας. Με στεναχωρεί βέβαια το γεγονός ότι η διαπραγματευτική ομάδα χάνει με αυτή την εξέλιξη το πλέον ισχυρό της ατού. Αλλά για σταθείτε, ήταν πραγματικά έτσι;
Ο Γολγοθάς
Είναι γνωστό εδώ και μήνες ότι ο Γιάνης της καρδιάς μου είναι από διαπραγματευτικής άποψης καμμένο χαρτί, κατάσταση μη αναστρέψιμη από τη στιγμή που η επιχειρηματολογία του ευρωϊερατείου (1) έχει διολισθήσει στο επίπεδο του "δεν μιλάμε εμείς με αυτόν". Οι λόγοι για αυτή τη στάση είναι κατά τη γνώμη μου αρκετά προφανείς και θα τους παραθέσω αναλυτικότερα στη συνέχεια του κειμένου, στη λεγόμενη από τούδε και στο εξής Ενότητα της Αποθέωσης του Cool. Ήταν όμως ο ήρωας άμοιρος ευθυνών αυτό το εξάμηνο του κακού χαμού; Η απάντηση για μένα είναι κατηγορηματικά όχι καθώς ο λόγος και οι προτεραιότητές του απείχαν από αυτές των (θ)εσμών όσο η ερμηνεία του Kanye West στο Bohemian Rhapsody από την αυθεντική, μη σας πω και από αυτή του Robbie Williams. Έτη φωτός. Ο Βαρουφάκης φταίει γιατί αφενός προσέγγισε το ελληνικό ζήτημα με αυστηρά ακαδημαϊκό τρόπο και αφετέρου γιατί δεν ήταν στη Σπάρτη όταν ο κολλητός μου ο Νικόλας δίδασκε το μεγαλειώδες "μη θέτεις λογικά ερωτήματα (σε παράλογους ανθρώπους)". Όσο αφορά την ακαδημαϊκή προσέγγιση, ο Βαρούφας κατέθεσε προτάσεις σαν να απαντούσε σε διαγώνισμα μεταπτυχιακών φοιτητών στη μακροοικονομία με θέμα "η ελληνική οικονομία χειμάζεται από απώλεια 25% του ΑΕΠ, έχει 27% ανεργία και χρέος κοντά στο 180% του ΑΕΠ, προτείνετε μια βιώσιμη λύση". Θα αναφερθώ σε δύο από τις λύσεις που έριξε στο τραπέζι. Το πρωτο βατερλό του λεγόταν "ομόλογα εις το διηνεκές" (perpetual bonds), το οποίο ανεξαρτήτως του πραγματικού νοήματός του μεταφράστηκε από την Ελβετική Φρουρά των κατευθυνόμενων από το Βερολίνο ΜΜΕ ως απόδειξη αφερεγγυότητας. Ήταν όντως έτσι; Ο Βαρουφάκης τους είπε περίπου το εξής, μάγκες να σας τα πληρώνουμε λίγα-λίγα, γιατί αν ψοφήσουμε δεν θα έχετε λαμβάνειν ούτε από τα κόλυβα. Λάθος; Σε πρώτη ανάγνωση όχι. Με ξαναρωτάω και ξαναρωτώ και τον Βαρούφα με το θάρρος που έχει κανείς με τους δικούς του ανθρώπους, λάθος; Ναι, φυσικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ήρωας όφειλε να ξέρει ότι τέτοια πρόταση ήταν αδύνατο να γίνει δεκτή από τους λύκους. Βατερλό δεύτερο, η δημιουργική ασάφεια, μέσω της οποίας η ελληνική πλευρά στην ουσία ζητούσε περιθώρια real time αναπροσδιορισμού στόχων ανάλογα με την πορεία των εσόδων και εξόδων. Υπάρχει κάποιο προφανές λάθος στη θεώρηση των πραγμάτων; Για μένα όχι, τι φταίει ο Βαρουφάκης αν οι συνομιλητές του, είτε τζιχαντιστές υπεράσπισης των τραπεζών είτε πλαστογράφοι πτυχίων τοποθετημένοι στα ύπατα αξιώματα μόνο και μόνο για να φέρουν εις πέρας τη βρώμικη δουλειά δεν ήξεραν ή δεν ήθελαν να ξέρουν τίποτε σχετικά με τις προτάσεις του; Βάζω το κεφάλι μου σε έναν κουβά με παγάκια και ξαναρωτάω, λάθος; Τεράστιο. Η μετάφραση από τον Πορτοσάλτε και τον Μπογδάνο αμείλικτη καθώς εξίσωνε την πρόταση με προϊόν ενός διαταραγμένου και ασόβαρου εγκεφάλου και ειρωνεία απέναντι στους (θ)εσμούς. Τι έπρεπε να κάνει ο Βαρούφας, να υποβιβάσει τη συλλογιστική του στο έσχατο τεχνοκρατικό και ελάχιστα πολιτικό επίπεδο που απαιτούσαν οι περιστάσεις; Σαφώς και όχι, κανείς δεν θα το ήθελε και φαντάζομαι πρώτος ο ίδιος. Με πόνο καρδιάς λέω ότι μάλλον δε θα έπρεπε να είναι σε αυτό το πόστο, ώστε να μην αναγκάζεται να υπομένει τις γνωστές εξευτελιστικές και εκδικητικές συμπεριφορές των ομολόγων του, χωρίς μάλιστα να είναι σε θέση να καταφέρει απτά αποτελέσματα. Τι μένει όμως τελικά από την περίοδο του Γιάνη με ένα νι;
Η Αποθέωση του Cool που σας έλεγα
Μετά από ένα τέτοιο σερί λαθών στην πιο κρίσιμη περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας (2) θα αναρωτιέται κανείς τι το θετικό έχει μείνει από τον Γιάνη Βαρουφάκη. Ξέρω ότι απελπίζεσαι φιλελεύθερε hater, αλλά δυστυχώς για σένα η παρακαταθήκη που αφήνει είναι ογκώδης και σημαντική. Και πραγματικά εύχομαι -αν και δεν το συνηθίζω- να μην είναι η μόνη. 
Βαρουφάκειος άθλος πρώτος. Έχει το προνόμιο να είναι ο μόνος Ελληνας υπουργός Οικονομικών που δεν έφαγε κυριολεκτικά και μεταφορικά σφαλιάρες εξευτελισμού από το ευρωϊερατείο ενώπιον του αμείλικτου τηλεοπτικού φακού. Ούτε σφαλιαρίτσες, ούτε ντοσιέ στο κεφάλι, ούτε τίποτα. Τον προστάτεψε η αλαζονεία του (την οποία εκτιμώ απεριόριστα γιατί δεν είναι κενή περιεχομένου), η θεωρητική του κατάρτιση και ο κοσμοπολιτισμός του. Τον προστάτεψε το class, αυτό που τόσο λοιδωρήθηκε με αποκορύφωμα την άρνησή του να υποκύψει στην απαίτηση δημοσιογράφου να σταθεί στην ουρά του ΑΤΜ για να αντιληφθεί τις δυσκολίες του Έλληνα συνταξιούχου. Λαϊκισμός του αισχίστου είδους, κυριολεκτικά από τα πανέρια. Αυτό που θα μείνει δεν είναι η άρνηση να στηθεί στην ουρά κατ' απαίτηση του Megaλου καναλιού, αλλά το "Troika is over"(3) και η απόσυρσή του από τη διαπραγμάτευση όταν άλλα του έλεγαν στις έντεκα και άλλα του έδιναν να υπογράψει. Έχει κανείς αμφιβολία ότι οποιοσδήποτε από τους προκατόχους του θα είχε υπογράψει; Απολαύστε τον εδώ σε μυθική εμφάνιση επιπέδου Led Zeppelin στο Earl's Court και σε περιβάλλον που οποιοσδήποτε άλλος θα είχε μπήξει τα κλάμματα και ίσως κάποιοι συμφωνήσετε. Δεν πειστήκατε; Πάρτε και μια σύγκριση με Χρύσανθο "τηρήστε τους κανόνες" Λαζαρίδη μήπως και αλλάξετε γνώμη. Τα υπόλοιπα είναι για εγκεφάλους επιπέδου αμοιβάδας ή Τζήμερου. 
Βαρουφάκειος άθλος δεύτερος. Η πλήρης αδιαφορία για το κατεστημένο αλά νεκροθάφτη image, την ταύτιση του καθωσπρεπισμού με τη σοβαρότητα, όλα αυτά τα στερεότυπα τα οποία δεν είχα αντιληφθεί πόσο δηλητηριάζουν το -έτσι και αλλιώς σαθρότατο αφού βασίζεται αποκλειστικά σε ποσοστά- ευρωπαϊκό οικοδόμημα καθώς αποδείχτηκε ότι το ίδιο συντηρητικά με τα κοστούμια είναι και τα μυαλά. Θες η παλαιική στρογγυλοφάναρη μηχανή; Θες τα κουλούρια στην Καραγιώργη Σερβίας; Θες οι ποτάρες του στη Μαβίλη; Εγώ τον ένιωθα δικό μου άνθρωπο, και προτιμώ να υπερασπίζεται αυτός τα δίκια μου από τον ατσαλάκωτο Γιάννη Στουρνάρα. Ο Βαρούφας θα έρχεται πάντα να επιβεβαιώνει τη ρήση μιας πολύ αγαπημένης μου καθηγήτριας αγγλικών στο σχολείο, που έλεγε "φορέστε ότι θέλετε, αρκει να είστε καθαροί". Και ο Γιάνης ήταν καθαρός, με όλες τις σημασίες που μπορεί να πάρει η λέξη. 
Βαρουφάκειος άθλος τρίτος. Το απόλυτο, σχεδόν βάναυσο για το επίπεδο του μέσου Έλληνα αισθητικό upgrade στο δημόσιο λόγο. Θα μπορούσα να αναφερθώ σε διάφορα, με πλέον πρόσφατο την επίθεσή του στα "τοξικά ΜΜΕ", θα επιλέξω όμως δύο. Το ένα είναι η πλέον ποιητική επιστολή παραίτησης που περιλαμβάνει τη μυθική φράση "And I shall wear the creditors’ loathing with pride". Το δεύτερο είναι όταν σε συνέντευξη ξεκίνησε την απάντησή του λέγοντας "πιστεύω στη σχολή των Monty Python". Συνέλληνα, άνθρωπος που πιστεύει σε αυτή τη σχολή και όχι στη σχολή των παιδιών του Σικάγο, είναι ένας καλός άνθρωπος. 
Βαρουφάκειος άθλος τέταρτος και μακράν πιο σημαντικός όλων. Ο Βαρούφας χρησιμοποίησε όλο το θεωρητικό και επικοινωνιακό του οπλοστάσιο για να κάνει γνωστή την πηγή του κακού πριν απ' όλους. Αν το ζήτημα του μη εξυπηρετήσιμου ελληνικού χρέους είναι αυτή τη στιγμή το πλέον καυτό στον πλανήτη, οφείλεται σε τεράστιο βαθμό στο Γιάναρο. Έδωσε συνεντεύξεις σε μέσα ενημέρωσης από το CNN μέχρι τη Σταματίνα Τσιμτσιλή, έδωσε διαλέξεις σε πανεπιστήμια, μίλησε σε συγκεντρώσεις, έγραψε εκλαϊκευμένα οικονομικά δοκίμια για να καταλάβουν όσο το δυνατόν περισσότεροι ότι αυτό το πείραμα Δ-Ε-Ν Β-Γ-Α-Ι-Ν-Ε-Ι. Η ανακοίνωση του ΔΝΤ περί μη βιωσιμότητας του πρέπει να του προσέφερε μια μικρή δικαίωση. Ανεξαρτήτως των υπολοίπων, θεωρώ ότι ο προοδευτικός κόσμος χρωστάει πολλά στον Βαρουφάκη για αυτή τη σταυροφορία, ακόμη και αν δεν αποδειχτεί νικηφόρα. Και να σου πω και κάτι ακόμη; Ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταγράψει ότι ήδη από τα τέλη του εικοστού αιώνα η Ευρώπη είχε ως πολίτευμα τη μη-δημοκρατία, την κατάσταση αυτή κατά την οποία θεωρητικά και συνταγματικά όλα τα κράτη της είχαν θεσμοθετημένο το δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά στην πράξη ίσχυε η πλήρης εξάρτηση και υποταγή σε διάφορα οικονομικά κέντρα. Τη μη-δημοκρατία ακολουθεί η χρεοκρατία (4), κατά την οποία ο λαός χάνει επισήμως τα κυρίαρχα δικαιώματά του υπό καθεστώς χρέους (5), με την Ελλάδα να είναι το πρώτο τέτοιο κράτος τουλάχιστον επί ευρωπαϊκού εδάφους. Όποιος ασχοληθεί με το ζήτημα σίγουρα θα βρει στο δημόσιο λόγο του Βαρουφάκη πολλές απαντήσεις για τα εργαλεία χειραγώγησης που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη μετάβαση. Δεν ξέρω πώς θα λήξει αυτή η ιστορία, αλλά ένα πράγμα πιστεύω ακράδαντα. Στο τέλος αυτής, ο Βαρουφάκης θα είναι είτε αυτός που, αν είχε εισακουστεί, η καταστροφή της Ευρώπης θα είχε αποφευχθεί είτε αυτός, που επειδή τον άκουσαν, η Ευρώπη γλίτωσε τα χειρότερα. Win-win, με όρους μελλοντικής πολιτικής παρακαταθήκης, αν και απέδειξε ότι πίστεψε και δούλεψε σκληρά για το δεύτερο.
Βαρούφα, κλείνω με τον κίνδυνο να γίνω γραφικός και να υποστώ διαδικτυακό bullying. Είσαι ότι κοντινότερο έχω ζήσει στο "η φαντασία στην εξουσία", ακόμη και μετά τη life style φωτογράφηση ρε μπαγάσα.   




Εκπληκτικό tweet του adiasistos μετά την παραίτηση Βαρουφάκη


(1) Λατρεμένος όρος, κλεμμένος από τον Σταύρο Λυγερό.
(2) Το πόσο μου λείπει ο Βασίλης Ραφαηλίδης δεν περιγράφεται.
(3) Όποιος αγνοεί την ιστορική σημασία του "Troika is over" κοιμάται όρθιος. Ακριβώς λόγω της άρνησης του Βαρουφάκη να συνομιλεί με τους απεσταλμένους των (θ)εσμών, φάνηκε το πραγματικό ποιόν του πολιτικού δυναμικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μέχρι τότε κρυβόταν πίσω από τεχνοκράτες τύπου Τόμσεν και μας δόθηκε η ευκαιρία να συζητάμε για το "ποια Ευρώπη θέλουμε".
(4)  https://www.youtube.com/watch?v=jqm9eXpe5Ho
(5) Grand finale λίγο πριν παραιτηθεί, η αποπομπή με υπογραφή Βαρουφάκη του ανθρώπου που πρόσφερε τα "στοιχεία" εκείνα που "δικαιολογούσαν" την προσφυγή της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης του ΔΝΤ, προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ. Ανδρέα Γεωργίου

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Ορντέβρ (ή κάπως έτσι)

Καλησπέρα και καλή χρονιά, έστω και καθυστερημένα. Δεν ξέρω αν με θυμάσαι, αλλά πριν όχι πολλά χρόνια, έγραφα σε αυτό το ιστολόγιο. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να συζητήσουμε γιατί γράφω πιο αραιά και από τις εμφανίσεις του Σαμαρά στο ελληνικό Κοινοβούλιο, σημασία έχει ότι καθώς έβλεπα όλες αυτές τις μουσικές λίστες να κυκλοφορούν στο διαδίκτυο προσπαθώντας να κάνουν έναν απολογισμό της χρονιάς που τελείωσε, πώς να το κάνουμε, γλυκάθηκα. Το έχω ξαναδοκιμάσει στο παρελθόν και είχε πλάκα. Δεδομένου λοιπόν του κατ' οίκον εγκλεισμού μου για λόγους μελέτης, άκουσα κάμποσα δισκάκια και είπα να γράψω και δυο μπούρδες για το καθένα. Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι, ή μάλλον επανασυστήνομαι. Δεν είμαι επαγγελματίας κριτικός μουσικής, γιατρός είμαι ο καψερός, οπότε ότι διαβάσεις αφορά μόνο τα δικά μου προσωπικά ακούσματα, τα οποία μάλιστα σημείωνα σε ένα μπακαλόχαρτο για να μην τα ξεχάσω. Με λίγα λόγια, μη βαράς γιατί θα το πάρω από φόβο και με βλέπω να ξαναγράφω ανάρτηση λίγο πριν τη σύνταξη. Όπως ίσως μάντεψες από τον τίτλο, το θέμα θα διεκπεραιωθεί σε δόσεις. Στο πρώτο μέρος, αυτό που διαβάζεις, θέλω να αναφερθώ χωρίς κανένα ίχνος αντικειμενικότητας σε τρία εγχώρια συγκροτήματα που κυκλοφόρησαν δίσκους μέσα στο 2014 και με έκαναν να χαμογελάσω και να συνδέσω την κιθάρα στον ενισχυτή. Τα κριτήρια ήταν αυτά και μόνο, οπότε απουσιάζουν ελληνικής εσοδείας δίσκοι που σίγουρα αξίζει κανείς να ακούσει. Υπάρχει και άλλη μία ελληνική κυκλοφορία, η οποία όμως λόγω πλανητικού όγκου (το 'πιασες, έτσι;) θα σχολιαστεί στο κυρίως μέρος που -εύχομαι ότι- θα ακολουθήσει. Ξεκινώ ευθύς αμέσως. 

1000 Mods - Vultures

Vultures cover artTo Vultures δεν είναι η πρώτη δισκογραφική δουλειά των 1000 Mods. Είχα ακούσει πριν λίγο καιρό και το Super Van Vacation χωρίς να τρελαθώ. Ο stoner ήχος ξαναήταν από τότε στα φόρτε του σε υπερβολικό βαθμό κι εγώ δεν είχα ακούσει στο album κάτι που θα το ξεχώριζε από την εντός και εκτός συνόρων φρενίτιδα των wanna-be-Kyuss κυκλοφοριών. Άλλαξε κάτι συγκλονιστικά; Και ναι, και όχι. Η παραγωγή είναι σαφώς καλύτερη και οι συνθέσεις είναι πιο μαζεμένες σε διάρκεια. Το τελευταίο είναι απαραίτητα καλό; Κατά τη γνώμη μου και αυστηρά επί του προκειμένου είναι, καθώς για να παίξεις δεκάλεπτα κομμάτια σε αυτές τις φόρμες και να μην κουράσεις πρέπει να είσαι ο Dave Wyndorf ή οι Isis. Κατά τα λοιπά, επανέρχονται τα στοιχεία που συνάντησα και στο πρώτο album επί το ποιοτικότερον. Εξαιρετικά φωνητικά, δυναμικά riffs πάνω στην ευλογημένη πεντατονική και vintage solo, ότι πρέπει για να τα ακούς live συνοδεία μπύρας. Όσο αφορά το playlist, κρατάω το εξής σχετικά οξύμωρο. Στα δικά μου αυτιά, τα πολύ καλά κομμάτια του δίσκου τα βρίσκει κανείς μετά τα μισά (ή καλύτερα στη δεύτερη πλευρά του πορτοκαλί βινυλίου το οποίο και σκοπεύω να αγοράσω όταν και αν ξανατυπωθεί). Low, Vultures και το ορχηστρικό Reverb of the New World είναι τα προσωπικά αγαπημένα. Tres bien...    

Black Hat Bones - High Gain Devil Rockers

High Gain Devil Rockers cover artΕδώ κι αν απουσιάζει η αντικειμενικότητα. Οι λεβέντες είναι πατριωτάκια, τους περισσότερους τους ξέρω προσωπικά και τους έχω παρακολουθήσει κάμποσες φορές. Η πορεία που έχουν διαγράψει έχει κάτι το παλαιϊκό, από τις συναυλίες στα καφέ της Σπάρτης έως το support στους Clutch. Πριν περάσω στα του πρώτου τους full length δίσκου, δύο χρήσιμες πληροφορίες. Πρώτον, το ότι τη δεξιοτεχνία μερικών από τα μέλη του group στο όργανό τους δεν θα τη συναντήσετε συχνά ειδικά σε τόσο νεαρές ηλικίες. Δεύτερον, το group υποστηρίζεται από ένα εξαιρετικά καλαίσθητο franchise, υπεύθυνος του οποίου είναι ο μπασίστας του Άγγελος Περγαντης.
Οσο αφορά τον δίσκο, είναι συγκινητικό για παλιοροκάδες σαν του λόγου ότι πληροί μία από τις βασικές προϋποθέσεις. Ξεκινά με κομμάτι-δυναμίτη, όπως είναι το ομώνυμο του δίσκου και συνεχίζει στο ίδιο επίπεδο με το Crutch και το εντυπωσιακό ρεφρέν του. Ακολουθούν σπουδαίες στιγμές στο Maneater και στο πιο μεταλικό Point Six για να φτάσουμε κοντά στο φινάλε του δίσκου με τα προσωπικά αγαπημένα Prophet King και Bleed In Face, νομίζω σε διαφορετικές ενορχηστρώσεις σε σχέση με τις πρώτες εκτελέσεις. 
Άλλο ένα δείγμα ότι ένας δίσκος είναι πολύ καλός, είναι όταν γεννά και αυτές τις βαρετές για τους πολλούς και απολύτως οργασμικές για ερασιτέχνες μουσικούς συζητήσεις σχετικά με το τι θα μπορούσε να πάει ακόμη καλύτερα ένα μουσικό έργο. Το ερώτημα εν προκειμένω σε κουβέντα με αδελφικό μου φίλο ήταν αν το άλμπουμ είχε ανάγκη και δεύτερες κιθάρες στα σόλο. Η απάντηση για εμένα τον οπαδό των power trio (κιθάρα-μπάσο-τύμπανα) των 70s είναι απλούστατη. Αν έχεις κιθαρίστα τύπου Χρήστου Βλάχου και μπάσο και τύμπανα με διάθεση να συμμετάσχουν στη μουσικότητα του εγχειρήματος και όχι τη διεκπεραιωτική υποστήριξη του σολίστα, προϋποθέσεις που καλύπτονται υπέρ το δέον στους BHB, απλά απαγορεύεται η δεύτερη κιθάρα. Ακούστε τα μέρη του σόλο στα Prophet King, maneater και Bleed In Face και ίσως συμφωνήσετε μαζί μου.
Έχω κάποια θέματα το πόνημα; Ελάχιστα, τα οποία είναι και καθαρά θέμα γούστου με βασικό το εξής. Επειδή γνωρίζω τις φωνητικές δυνατότητες του Μπάμπη, δε θα ήθελα να τον δω να υιοθετεί κάποια συγκεκριμένη τραγουδιστική μανιέρα, αν γίνομαι κατανοητός.
Και εις ανώτερα!

Villagers of Ioannina City - Riza

riza cover artΔεν θέλω να μακρυγορήσω, οπότε θα γράψω απλά ότι πρόκειται για ένα από τους πέντε-δέκα καλύτερους δίσκους που έχω ακούσει την τελευταία δεκαετία. Το μίγμα της ροκ με τα ηπειρώτικα έδεσε σε εκρηκτικό βαθμό με κοινή συνιστώσα και καταλύτη τους αγέραστες πεντατονικές κλίμακες. Για μένα ως ακροατή, που πάντα κυνηγούσα τις ωσμώσεις οι VIC δεν είναι τίποτε λιγότερο από τη συνέχεια σε μια αλυσίδα που περιλαμβάνει πανάκριβους κρίκους όπως ο Σαββόπουλος, οι Socrates, οι Human Touch, οι Mode Plagal, o Τάκης Μπαρμπέρης και πολλοί άλλοι που έσπασαν τα στεγανά ανάμεσα στα είδη και τα ενσωμάτωσαν μεταξύ τους σε τέτοιες αναλογίες που καθένα από τα επι μέρους συστατικά αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο. Για το άλμπουμ δεν έχω να πω πολλά. Τα φωνητικά είναι πιστά στους αρχέγονους δρόμους αλλά και ερμηνευμένα με την απαραίτητη ροκ ελευθεριότητα, τα jams πάνε καπνός και αντάρα, και μέσα από τους καπνούς και τις αντάρες ο Πιστιόλης ξεσκίζεται σε κλαρίνο και καβάλ. Η αγία τετράς περιλαμβάνει τα Jiannim, Krasi, Ti Kako και St. Triad χωρίς τα υπόλοιπα να υστερούν. 
Και είπαν ο Πετρολούκας και ο Hendrix: "Καλώς εποιήσαμε".  

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Ζωή ποδήλατο

Ήμουν σίγουρος ότι γερνάω και μάλιστα άσχημα. Δεν είχα αναγκη τις διάφορες δοκιμασίες μνήμης και γνωσιακών δεξιοτήτων με τις οποίες οι νευρολόγοι και ψυχίατροι ταλαιπωρούν τον κοσμάκη για να το διαπιστώσω. Μπορεί να ήμουν ακόμα σε θέση να αφαιρώ διαδοχικά από το εκατό το εφτά ή να ανακαλώ τρεις λέξεις μετά από πέντε λεπτά, αλλά αυτό δε μου λέει τίποτα. Κοβόμουν στα άλλα, τα πιο σημαντικά. Άρχισα να σκέφτομαι αν θα παραγγείλω απέξω ή -αφού είχα παραγγείλει- πού διάολο θα κάθονταν όλα αυτά τα σάπια και λατρεμένα που μόλις είχα καταβροχθίσει. Η δικαιολογία "ήταν-βαριά-εφημερία-σίγουρα-τα-έκαψα-αφού-πάλι-δε δούλευε-το-ασανσέρ-και-ο-αναλυτής-αερίων-αίματος-στον-όροφο" ακουγόταν πλέον στα αυτιά μου τόσο γελοία όσο οι φτηνές δικαιολογίες του Δημήτρη του Κουτσούμπα. Ή όσο οι τελευταίες τηλεοπτικές σειρές του Γιάννη Μπέζου. Ή όσο το line up του φετινού Rockwave. Ή όσο η ανακήρυξη της συναυλίας των Kasabian ως λάηβ της χρονιάς ή της δεκαετίας ή του αιώνα στη χώρα. Δηλαδή απύθμενα γελοία. Τα  μέηντ ιν Νέα Σμύρνη πιτόγυρα και τα  με σως μέηντ ιν Ζωγράφου καλαμάκια έτειναν να γίνουν από συνοδοιπόροι μου, βενζεβούληδες που κατασπάραζαν τα νιάτα μου δουλεύοντας σε αγαστή σύμπνοια με το βεβαρημένο γονιδιακό μου υπόστρωμα. Σίγουρα είχα αρχίσει να γερνάω. Το όραμα το είδα ως άλλος Σαούλ όταν προσπάθησα αντανακλαστικά να κάνω ποδήλατο χωρίς να κρατάω το τιμόνι, όπως τον παλιό καλό καιρό. Τότε που στην όδο Θερμοπυλών της Σπάρτης θα σε διαπόμπευαν δικαίως έτσι και δεν έκανες κανα δυο χιλιόμετρα χωρίς να κρατάς το τιμόνι ή η σούζα σου είχε διάρκεια κάτω από τρία λεπτά. Τζίφος. Παραλίγο να πάρω σβάρνα τους καθρέφτες των παρκαρισμένων σε αμφότερες πλευρές του δρόμου αυτοκινήτων -θέαμα οικτρό ή παθέτικ που λέει και ο αδερφός Κορίνης-, προκαλώντας ανυπολόγιστες ζημιές στην τσέπη μου και κυρίως στην αξιοπρέπειά μου. Και ενώ ο Σαούλ έγινε Παύλος και χριστιανός μεγάλος, εγώ κατάλαβα πόσο χρήσιμα είναι για έναν ερασιτέχνη γηράσκοντα ποδηλάτη τα διάφορα αξεσουάρ, όπως κουδουνάκια, φωτάκια, ανακλαστικά και λοιπές αηδίες, με τις οποίες αν εμφανιζόσουν στη Θερμοπυλών, την Άγιδος, τη Διοσκούρων και τη Λυσάνδρου, αντιμετωπιζόσουν ως εξωγήινος ή απλά ως κάτοικος κάποιας άλλης, πολύ-πολύ μακρινής γειτονιάς πίσω από τα γυμνάσια της Σπάρτης, άλλης πόλης ίσως ή ακόμη και άλλου γαλαξία. Σίγουρα είχα αρχίσει να γερνάω. Έβλεπα τις άσπρες τρίχες να φύονται όλο και πυκνότερες στα μούσια μου και τη μάνα μου να λέει ότι φταίει που πήρα τα χρώματά της γιατί και αυτή άσπρισε γρήγορα. Καλά μάνα, μας έπεισες. Είναι η τέταρτη συναπτή θερινή περίοδος που ξεμένω χωρίς τα λατρευτά, βρωμερά, μωβ, χαμηλά ολ σταρ παπούτσια με τα οποίο έχω ταυτιστεί στη συνείδηση τη δική μου και της παρέας μου. Όταν χαλούσαν, πήγαινα και έπαιρνα τα ίδια. Φαντάζομαι ότι κάτι παρόμοιο έκανε και κανει και ο Οβελίξ με τη ριγέ του βερμούδα, δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχει βγάλει τόσα τεύχη και τόσα ταξίδια με την ίδια. Αν ναι, να του πείτε ότι είναι πολύ βρωμιάρης. Δεν πάω στην πορεία του Πολυτεχνείου γιατί μου φταίνε όλα. Οι ανθρώπινες αλυσίδες, το δίκιο του εργάτη, το ποτάμι που δε γυρίζει πίσω, οι μπάτσοι ως είδος και οι κάφροι ως φαινόμενο. Σταμάτησα να ασχολούμαι με τον Ολυμπιακό γιατί μου φταίει ο Μαρινάκης. Μου φταίει ο Σαββόπουλος και ο Μουζουράκης, ο Νεϊμάρ, το παλτό ο Μανιάτης, μου φταίει και ο Τσίκο Μορένο που εγώ τον θυμόμουν στα νιάτα μου να κεντάει και τον είδα προ ημερών να στριγγλίζει σα γατί σε ακάλυπτο πολυκατοικίας κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Έτσι δε λένε για τους γέρους, ότι τους φταίνε όλα;
Και σε μια στιγμή -μπορεί και περισσότερο- όλα ανατρέπονται. Έβγαλα δύο συναυλίες μπακ του μπακ βουτηγμένες στο λιοπύρι, τη μπύρα και τη μασχαλίλα κύριε, ή δεν έβγαλα; Κανόνισα να ξαναπάω για μπάλα μετά από χρόνια αναλαμβάνοντας κάθε ευθύνη για τη σωματική μου ακεραιότητα ως ώριμο άτομο, κύριε ή δεν κανόνισα; Είμαι γκρούπι στις μπάντες των κολλητών μου φίλων ή δεν είμαι; Πίνω ακόμη γάλα με χέμο ή δεν πίνω; Βάζω ακόμη κέτσαπ στο πιτόγυρο ή δεν βάζω; Αγοράζω ακόμη δίσκους σαν πρεζάκι ή δεν αγοράζω; Καταβρόχθισα τον ευνουχισμένο τράγο με τους φίλους μου όπως κάθε χρόνο στο φεστιβάλ γίδας που διοργανώνει ο σύντροφος Πάνος; Κάναμε παπάρα από το ίδιο λαδωμένο πιάτο; Ξαναμνημονεύσαμε το χαμένο δελτίο Προπό της Χαρούλας Πεπονάκη; Ευθυμήσαμε με τους υπερανθρώπους του δήμου Φάριδος και τα κατορθώματά τους μέσα στους αιώνες; Θυμηθήκαμε τότε που χωρίς καμία αιδώ στο πρόγραμμα των συναυλιών μας αντάμωναν κακοπαιγμένα οι Scorpions με τους Running Wild και μας άκουγαν από κάτω δέκα νοματαίοι, αδέρφια ή γκόμενές μας; Τότε που κάναμε πρόβες στο υπόγειο στούντιο-γαμιστρώνα κάθε Σάββατο και Κυριακή αυστηρά για να σπάζουμε με πρόγραμμα τα παπάρια του γείτονα; Σας ενημερώνω έμπλεος υπερηφάνειας και αναζωογονημένος λοιπόν ότι τα φέραμε εις πέρας όλα. Μια χαρά είμαστε ρε, άρχοντες! Ας όψονται η μουσικη και οι φίλοι μας.





Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

O JJ Cale στο πάρκο της Ευαγγελίστριας

Με αφορμή την ανάγνωση της είδησης του θανάτου του JJ Cale, είπα να τινάξω από πάνω μου έστω ένα μικρό μέρος από τη σκόνη που με έχει πλακώσει και κάνει το ιστολόγιο να φαντάζει πιο εγκαταλειμμένο και από τη Νέα Ορλεάνη μετά το πέρασμα του τυφώνα Κατρίνα και να γράψω δυο γραμμές. Δε σκοπεύω να ξεσκουριάσω με επικήδειους για τον συμπαθέστατο Cale. Δεν ήμουν ποτέ ειδήμων της μουσικής του, αν και συναντιόμασταν συχνά-πυκνά, είτε στους δίσκους του λατρευτού μου Slowhand, είτε σε αυτούς των Lynyrd Skynyrd, είτε τέλος όταν η αρμάδα των Mule επέλεγαν να διασκευάσουν το προσωπικό αγαπημένο Cajun Moon. Πέραν αυτών όμως, ο μακαριστός είναι καταδικασμένος να μου στοιχειώνει τη μνήμη για έναν άλλο, άκρως λακωνικό λόγο. 
Πρέπει να ήταν πριν καμιά δεκαριά χρόνια, καλοκαίρι, όταν για να σκοτώσω αυτές τις μίζερες πρώτες βραδινές ώρες μέχρι να αρχίσω να πίνω μπύρες χωρίς τον κίνδυνο η αδυσώπητη κοινωνία να με  χαρακτηρίσει μπεκρή, κατέληξα με έναν καλό φίλο στο πάρκο της μητρόπολης, το οποίο είχε παραχωρηθεί σε τοπικό ωδείο για να παρουσιάσουν εκεί οι σπουδαστές του την καλοκαιρινή τους γιορτή. Δεν πίστευα σε τίποτα, δεν ήλπιζα σε τίποτα από το σόου, ήμουν ελεύθερος. Είχα γνώση του τι σημαίνει γιορτή ωδείου στην επαρχία. Απλά πετάμε στο πάλκο τα πιτσιρίκια να παίξουν ότι τα φωτίσει ο θεός Απόλλωνας και να τα αποθεώσουν από κάτω μανάδες, πατεράδες, θειάδες, παππούδες και γιαγιάδες ωσάν να άκουγαν τον Marcus Roberts. Παρόλα αυτά, το πάρκο ήταν -και είναι πολύ- όμορφο με ένα μάλλον πεύκο -είμαι τραγικά ανεπαρκής στο να αναγνωρίσω στοιχειώδεις φιγούρες της εγχώριας χλωρίδας- να δεσπόζει, το οποίο ταλαιπωρείται συστηματικά επί έτη στολιζόμενο με χρωματιστά πανηγυριώτικα λαμπιόνια μεγέθους όσο και το κεφάλι μου, ανεξαρτήτως περίστασης. Απορώ που γράφω καλά λόγια για τον εν λόγω χώρο, καθώς λίγα χρόνια πριν από το δρώμενο που περιγράφω, εκεί είχε λάβει χώρα το μουσικό βατερλό εμού και αδερφικών μου φίλων, σε μια ανεκδιήγητη συναυλία με πολύ παρασκήνιο και ακόμα περισσότερο γέλιο. Περασμένα ξεχασμένα, καλή καρδιά και πάμε παρακάτω. Εκεί λοιπόν που εμείς σκοτώναμε την ώρα μας και οι μικροί μας φίλοι έστηναν στο απόσπασμα το αφαν γκατέ της παγκόσμιας μουσικής, ο ολίγον φαφλατάς υπεύθυνος της σχολής ανακοίνωσε με καμάρι που όμοιό του δε θα είχε ούτε αν παρουσίαζε τους Allman Brothers, ότι θα ακολουθούσε η ροκ μπάντα της σχολής. Συνέχισε λέγοντας ότι το εναρκτήριο τραγούδι του προγράμματος θα ήταν το γνωστό και μη εξαιρετέο Cocaine του JJ Cale. Όλα καλά ως εδώ. Εύκολο κομματάκι, σκέφτηκα, καλή επιλογή για αναδυόμενους ροκ αστέρες. Ποιος μπλέκει τώρα καλοκαιριάτικα με Hendrix και άλλα άκρως απαιτητικά ακούσματα. "Όμως" αναφωνεί ο υπεύθυνος, αποσπώντας μου την προσοχή από την καταδικασμένη σε ήττα μάχη μου με τα κουνούπια, "επειδή σκοπός της σχολής δεν είναι να προσφέρει απλά μουσικές γνώσεις αλλά και να διαπαιδαγωγεί συνάμα, θα τροποποιήσουμε τους στίχους και στη θέση του σατανικού ναρκωτικού Cocaine, θα αναφωνούμε όλοι μαζί So pray". Κοιταζόμαστε με τον κολλητό, ξαναστρέφουμε το βλέμμα προς τη σκηνή περιμένοντας να ακούσουμε κάτι σαν "έλα ρε μαλάκες, πλάκα έκανα", αλλά μάταια. Η μπάντα είχε αρχίσει να εκτελεί ποικιλοτρόπως το κομμάτι και όπως κυλούσαν τα μέτρα και φτάναμε στο σημείο που ο τραγουδιστής θα καλείτο να θάψει την κοκαΐνη κάτω από προσευχές υπό το βλέμμα πάντα της οικοδέσποινας Ευαγγελίστριας, ένιωθα σαν να πηγαίνω καρφί σε μαντρότοιχο χωρίς φρένα. Οι προσευχές μου δεν εισακούστηκαν, έπαιζα άλλωστε εκτός έδρας -και σε τι έδρα, κανονικό Μπερναμπέου- και τελικά το άσμα του Cale μεταμορφώθηκε με ελάχιστη προσπάθεια και σπαρτιατικώ τω τρόπω σε ορθόδοξο ύμνο. Και πέρασαν αυτοί καλά κι εγώ χειρότερα, καθώς κλήθηκα να ανταπεξέλθω στο χτύπημα με υπέρμετρη κατανάλωση ζύθου με όλα τα δεινά που αυτός προκαλεί σε ουροποιητικό και νευρικό σύστημα. Μια απορία μόνο έχω εδώ και τόσα χρόνια αναπάντητη. Αφού ρε άνθρωπε ήθελες να ευχαριστήσεις τον ορθόδοξο μουλά για την παραχώρηση του πάρκου ή δεν ξέρω κι εγώ για ποιον άλλο λόγο, έπρεπε να διαλέξεις το Cocaine για τη ροκ ενότητα της βραδιάς; Τόσα γκόσπελ υπάρχουν που υμνούν το μεγαλοδύναμο, χάθηκε να βρεις ένα απ' αυτά; Τι σου λέω τώρα θα μου πεις. Εσύ είσαι ικανός να τροποποιήσεις και το Mr. Crowley και να το φέρεις σε χριστιανικό mood. Ρε μπας και ήταν κάπου εκεί κοντά ο Σαββόπουλος και εμπνεύστηκε όλες αυτά τα αίσχη τα χρόνια που ακολούθησαν; 
Όπως και να έχει, Mr. Cale, thanks for the memories...!

Τον Νίκο Μαμαγκάκη τον έμαθα πρώτη φορά με αφορμή το θάνατό του πριν από λίγες ημέρες, αλλά πρόλαβα ήδη να αγαπήσω μια φράση του: «Η ζωή δεν είναι μόνο καθωσπρεπισμός. Είναι απ' όλα, είναι και χυδαιότητα. Φτάνει να είναι στη σωστή δόση. Αυτό είναι νομίζω το ζητούμενο της ζωής. Αν δεν το παραδεχτείς, είσαι καταδικασμένος»       

Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Τριπλέτα

Μόνο για την ελληνική τζαζ πρέπει να έχει ξεκινήσει ευοίωνα το έτος. Και πώς να είναι διαφορετικά όταν πλέον οι ζωντανές εμφανίσεις σπουδαίων σχημάτων υποστηρίζονται και από δισκογραφικές κυκλοφορίες που σέβονται τόσο τους καλλιτέχνες όσο και το ακροατήριο. Ακολουθούν τρεις από αυτές, χωρίς σε καμιά περίπτωση να είναι και οι μοναδικές, αφού υπάρχουν κι άλλες, όπως για παράδειγμα αυτή του Χάρη Λαμπράκη, που έχω στο πρόγραμμα να ακούσω κάποια στιγμή. Το ότι δύο από τους δίσκους που ακολουθούν είναι βασισμένοι σε διασκευές μουσικών που δεν ανήκαν στη τζαζ, ουδόλως μειώνει την αξία τους από τη στιγμή που υπηρετείται στο έπακρο το βασικό πρόσταγμα του είδους που δεν είναι άλλο από τον αυτοσχεδιασμό. Καλή απόλαυση!

Andreas Polyzogopoulos - Heart Of The Sun (The Music Of Pink Floyd)
Πριν ξεκινήσω να γράφω για τον δίσκο του Πολυζωγόπουλου, έκανα μια επίσκεψη στο site του για να διαπιστώσω ξανά ότι όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, τον Ανδρέα θα βρεις από κάτω να παίζει την τρομπέτα του, είτε σε δίσκους καλλιτεχνών εγνωσμένης αξίας (όπως το εξαιρετικό Global Vision του Τρανταλίδη, το Στην Κοιλιά του Κήτους των Mode Plagal ή στα άλμπουμ του Θανάση Παπακωνσταντίνου) είτε σε αυτούς νεότερων καλλιτεχνών (όπως το πολύ καλό Black Mamba του φλαουτίστα Λεωνίδα Σαραντόπουλου, το οποίο διατίθεται εδώ). Το Heart Of The Sun είναι για τον Πολυζωγόπουλο η δεύτερη προσωπική δισκογραφική δουλειά αν κανείς συνυπολογίσει και τον δίσκο των Poly Quartet, ένα είδος τάματος, όπως ο ίδιος γράφει στο εσώφυλλο του δίσκου, απέναντι στο αγαπημένο του συγκρότημα και τη ροκ πλευρά του εαυτού του. Συνεπικουρούμενος από τους Κωστή Χριστοδούλου στα πολλών ειδών πλήκτρα, Βασίλη Στεφανόπουλο στο μπάσο και Srdjan Ivanovic στα τύμπανα, ο Πολυζωγόπουλος διαλέγει τραγούδια που αποτέλεσαν ορόσημο για τους Floyd, όλα γνωστά στους περισσότερους ίσως πλην του ψυχεδελικού ύμνου της πρώιμης περιόδου τους, το Set The Controls For The Heart Of The Sun. Ο Πολυζωγόπουλος διαλέγει να σεβαστεί σχεδόν μέχρι κεραίας τις βασικές μελωδίες κάθε τραγουδιού, τις οποίες εκτελεί κατά κανόνα ο ίδιος με τον ήχο της τρομπέτας συχνά παραμορφωμένο από ποικίλα εντυπωσιακά εφέ, πάνω σε ένα χαλί που του στρώνουν οι υπόλοιποι και χαρακτηρίζεται από το αρραγές ρυθμικό μέρος των Στεφανόπουλου και Ivanovic, με τον τελευταίο να επιφυλλάσσει ορισμένα εξαιρετικά παιξίματα στα Time, Have A Cigar, Another Brick In The Wall και Money και τον Χριστοδούλου να απλώνει τα ηχητικά του πλοκάμια σχεδόν σε κάθε δευτερόλεπτο του δίσκου, είτε επιλέγοντας να απογειώσει με το Rhodes το riff του Have A Cigar, είτε αποδίδοντας φόρο τιμής με τα αναλογικά εφέ του στην ψυχεδελική πλευρά του συγκροτήματος, την οποία -εγγυημένα σας το γράφω- γνωρίζει όσο λίγοι. Μεγάλα solo για τον τρομπετίστα στα One Of My Turns, Set The Controls, Another Brick In The Wall και όρισμένα ερωτήματα να πλανώνται φευγαλέα στο κεφάλι μου. Μήπως σε ορισμένα σημεία ο Πολυζωγόπουλος έδειξε υπερβολικό σεβασμό στο έργο των Pink Floyd; Μήπως μας έπαιρνε και για κάποια άλλα, λιγότερα προβεβλημένα, τραγούδια; Ερωτήματα όμως που θα μείνουν τέτοια και που δεν αλλοιώνουν στο ελάχιστο την ουσία, ότι δηλαδή πρόκειται για ένα σπουδαίο δίσκο.

The Next Step Quintet
Δεν ξέρω σε ποια κατάσταση βρίσκεται η Μουσική Ακαδημία της Κέρκυρας, δεδομένης της πλουσιοπάροχης υποστήριξης της κυβέρνησης στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, αλλά ξέρω τούτο. Μπορεί να αισθάνεται περήφανη που τέσσερις μαθητές της αποτελούν την ψυχή αυτού του σχήματος. Μάνος, Ποδαράς, Κότσιφας και Παπαδόπουλος σε μπάσο, τύμπανα, κιθάρα και πιάνο βρήκαν κι έδεσαν με τον Τσουκαλά στο σαξόφωνο και ιδού το πρώτο τους δισκογραφικό πόνημα, το οποίο περιλαμβάνει εννέα συνθέσεις με επιρροές που ποικίλλουν ανάμεσα σε θέματα που φέρνουν στο μυαλό τον McCoy Tyner και σε άλλα που παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα στην τεράστια κληρονομιά του Esjborn Svensson. Μεγάλο κατόρθωμα της μπάντας η ισορροπία που επιτυγχάνεται ανάμεσα στα τρία σολιστικά όργανα (πιάνο, σαξόφωνο και κιθάρα). Ογκόλιθος ο άρτι ολοκληρώσας επιτυχώς τη θητεία του στο μεγάλο σχολείο των Baby Trio του Κοντραφούρη ο Ποδαράς, λυρικός στο πιάνο ο Παπαδόπουλος, εκρηκτικός και συχνά παραπέμπων στον Jonathan Kreisberg ο Κότσυφας, στιβαρός ο Μάνος, πλούσια η φρασεολογία του Τσουκαλά. Προσωπικά αγαπημένα τα Regression, Insomnia, The Urchin, Esbjorn και Obsession (σχεδόν ολόκληρος ο δίσκος δηλαδή). Να σημειώσω εδώ ότι τους Μάνο και Παπαδόπουλο μπορείτε να τους ακούσετε και με το τρίο του Αλέξανδρου Κτιστάκη.   

Dimitris Kalantzis Quintet and String Orchestra of Patras - Modes and Moods (Music by Mikis Theodorakis)

Αντιγράφω τις γραμμές του Δημήτρη Καλαντζή από το εσώφυλλο του δίσκου:
Τρόποι και διαθέσεις.
Κραυγή ελευθερίας και Προσευχή, Έρωτες και Πόλεμοι.
Έτσι έχει γράψει μέσα μου ο Μίκης Θεοδωράκης.
Η μουσική του στα αυτιά μου ακούγεται βυζαντινή.
Ισοκράτες, μουσικοί τρόποι, κατανυκτική διάθεση... Coltrane...
Κανείς δεν ξέρει τελικά, αν οι προσευχές των ανθρώπων βρίσκουν παραλήπτη, 
αλλά είναι βέβαιο πως κάπου συναντώνται μεταξύ τους. 
Ο Καλαντζής φαντάζεται και σχεδιάζει αυτό το αφιέρωμα στο έργο του Θεοδωράκη εν είδει διαλόγου του έργου του με αυτό του Coltrane, καθώς και στους δύο ο πιανίστας διακρίνει κοινό τόπο στην αναζήτησή τους με το δικό τους Θείο και Υπέρτατο, και όχι άδικα. Love Supreme ο ένας, Άξιον Εστί ο άλλος. Το κουιντέτο του παραμένει το ίδιο όπως και στο αφιέρωμα στον Χατζηδάκι με τον ίδιο στο πιάνο, Πατερέλη στο άλτο σαξόφωνο, Πολυζωγόπουλο στην τρομπέτα, Κτιστάκη στα τύμπανα και Γεωργιάδη στο μπάσο. Στη θέση της Καμεράτας βρίσκεται αυτή τη φορά η Ορχήστρα Πατρών την οποία διευθύνει ο Μίλτος Λογιάδης ενώ το score για αυτή έχει γράψει ο Γιάννης Αντωνόπουλος. Τα περισσότερα εύσημα για την έμπνευση του έργου ασφαλώς και έχουν ως αποδέκτη τον Καλαντζή, αλλά επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι αυτός που υλοποιεί ουσιαστικά τη ζεύξη που είχε στο μυαλό του ο μαέστρος, είναι ο Πατερέλης. Όντας σε μια αέναη δαιμονιώδη φόρμα, είτε ηχογραφεί είτε παίζει ζωντανά (τον άκουσα πριν περίπου ένα μήνα και χάζεψα για ακόμη μια φορά), ο Πατερέλης εκμεταλλεύεται τον άπλετο χώρο που γεναιόδωρα του παραχωρεί ο Καλαντζής και φροντίζει να συστήνει τον John στον Μίκη, τοσο τον Coltrane του Blue Train όσο και αυτόν του Africa ή του Live At Birdland. Ακούστε τον στην Όμορφη Πόλη, στο Την Πόρτα Ανοίγω Το Βράδυ  ή στο Της Αγάπης Αίματα και νομίζω θα συμφωνήσετε. Σπουδαίος ο ρόλος της ορχήστρας στα περισσότερα κομμάτια, αυτοσχεδιαστική μαγεία στα τελευταία λεπτά του Γελαστού Παιδιού από τους Καλαντζή, Πολυζωγόπουλο, Κτιστάκη και Γεωργιάδη, hardbop όργια από τους πνευστούς και το πιάνο στο Του Μικρού Βοριά. Από τα καλύτερα φινάλε δίσκου η Άρνηση, με το λιτό παίξιμο του Καλαντζή και την τρομπέτα του Πολυζωγόπουλου να σου απαγγέλλει Σεφέρη.

Στο περιγιάλι το κρυφό,
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.    

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή .

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Τι την έκανε τη μπάλα ο Θεός;

Από μικρός είχα μια ευκολία να προδίδω χωρίς ιδιαίτερες τύψεις τα λάβαρα και τις σημαίες. Ήμουν από αυτούς που υποστήριζα άλλη ομάδα στο ποδόσφαιρο, άλλη ομάδα στο μπάσκετ. Μη σου πω και άλλη ομάδα στο βόλεϋ, όταν στην Ορεστιάδα έπαιζε ο μακαρίτης ο Νίκος Σαμαράς, τότε που η Θράκη φάνταζε για μένα πιο μακριά και από τις νήσους Πάσχα, τότε που ούτε που φανταζόμουν ότι μετά από χρόνια θα πίνω φραπέδες στην κεντρική πλατεία της πόλης προάγοντας τον λεγόμενο στρατιωτικό τουρισμό. Έτσι λοιπόν, υποστήριζα Ολυμπιακό στη μπάλα και Παοκ στο μπάσκετ. Συγχωρήστε με αγαπητοί φανατικοί, αλλά από τον αγαθό γίγαντα Καμπούρη και τον Παπαδάκο, προτιμούσα τον Μπάνε, τον Μπάρλοου και τον ιπτάμενο Κλιφ Λίβινγκστον. Υποστήριζα τον Πάοκ εν γνώσει μου ότι τα κατορθώματα του αιώνιου αντιπάλου Άρεως θα ήταν αξεπέραστα. Ίσως ενδόμυχα υποστήριζα τον Πάοκ επειδή τον Άρη τον αποκαλούσαν αυτοκράτορα. Δεν ήμουν ο μόνος προδότης στη γειτονιά, μου έρχονται στο μυαλό τουλάχιστον αλλοι τρεις αδερφικοί φίλοι που έκαναν το ίδιο γούστο, με διαφορετικούς ίσως συνδυασμούς ομάδων. Υπήρχε και χειρότερος, που άλλαζε ομάδα κάθε δυο-τρία χρόνια μέχρι να καταλήξει στην Άεκ. Ποτέ κανείς μας δεν υπήρξε αντικείμενο χλευασμού. Ίσως σε αυτό να βοήθησε η ανεξιθρησκία της υπέροχης παιδικής γειτονιάς μου. "Κώστα, ο Σάκης από σήμερα παύει να είναι Πανιώνιος". "Και τι θα γίνει"; "Άεκ, λέει". "Α, οκέη". Κάπως έτσι και τόσο απλά. Και παίζαμε, και χτυπιόμασταν, και νύχια ξεκόλλησαν στις πέτρες, και δόντια έσπασαν στα τουράκια, και αρπαζόμασταν για λίγο, και βολτάραμε με τα μπιεμεξ ποδήλατα, και ξυπνούσαμε με βαριά καρδιά να πούμε τα κάλαντα αποκλειστικά και μόνο για την κονόμα, άλλοι έφτιαχναν σπαθιά, άλλοι αυτοανακηρύσσονταν Ά Μέγας Βασιλιάς, Β' Μέγας Βασιλιάς και πάει λέγοντας μέχρι να μείνουν όλοι ικανοποιημένοι. Και γίνονταν όλα αυτά στο δρόμο. Το πόσο λίγο ήμουν σπίτι μου εκείνα τα χρόνια το διαπίστωσα πολύ αργότερα, τότε που σε παρέες όλοι μνημόνευαν την τάδε ή δείνα τηλεοπτική σειρά της κρατικής κι εγώ δεν ήξερα τη μαύρη τύφλα μου. Εντάξει, ήξερα ότι υπάρχει μια χώρα που την έλεγαν Φρουτοπία όπου έμενε ο Αιμίλιος το Μήλο, αλλά ως εκεί. Μάλλον όταν προβαλλόταν, έπαιζα ποδόσφαιρο με σπόντες -ντόπια αποκλειστικότητα- στον τάφο του Λεωνίδα. Ήξερα ότι ο Φιόγκος ήταν φα δίεση και ο Ρούχλας ήταν λα, αλλά για το πού τραγουδούσε ο Σεβαστιανός δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Μάλλον θα έπαιζα μπάσκετ στο αυτοσχέδιο Μέλαθρο της αυλής του Ψηλού. Έπαιξα μπάσκετ και σε ασφάλτινα γήπεδα, και σε παρκέ, και σε ανοιχτά και σε κλειστά -ή ημίκλειστα αν αναλογιστεί κανείς το πόσο έσταζαν όταν έπιαναν οι μπόρες στη Λακεδαίμονα. Σαν του Ψηλού πουθενά και ο λόγος ήταν τελικά απλός. Γιατί παίζαμε το παιχνίδι που μας άρεσε, όπως θέλαμε εμείς. Σε ελεύθερη διασκευή που λένε και οι καλλιτέχνες. Ένα στεφάνι υπερβολικά χαμηλό για να καρφώνουν όλοι ή σχεδόν όλοι. Με ασαφή τα όρια του γηπέδου και την μπάλα να παίζει ακόμη και πίσω στον χορταριασμένο ακάλυπτο. Μπορούσες να σουτάρεις από όπου τράβαγε η ψυχή σου, ακόμη και πάνω από τη σιδερένια σκάλα. Δεν σφυρίζονταν σχεδόν ποτέ βήματα για όσους ήταν επιρρεπείς. Το παιχνίδι πρώτα, οι κανόνες ύστερα. Σε αυτό το μυθικό τερέν και σε όλα τα γήπεδα που βρέθηκα με φίλους για να παίξω μπάσκετ, όλοι μας δοκιμάζαμε από κάτι περίτεχνο. Τη σταυρωτή-και-αμέσως-πίσω-από-την-πλάτη ντρίμπλα του Ντράζεν. Την αλλού-κοιτάω-αλλού-τη-δίνω πάσα του Μάτζικ. Τα ραβερσέ του Τζαμπάρ. Το κάρφωμα με ανοιχτά τα πόδια του Τζόρνταν, όταν ήταν χαμηλή η μπασκέτα. Το αστείο στυλ του Τζον Κόρφα. Δε θυμάμαι, όμως, ποτέ και κανέναν να δοκίμασε να κάνει κάποιο από τα κόλπα του Γκάλη. Όλοι τον ήξεραν και αντιμετώπιζαν με δέος αλλά κανείς δεν τολμούσε να τον μιμηθεί. Πάλι μετά από καιρό, προσπάθησα να δώσω μια ερμηνεία και κατέληξα στο ότι το μεγαλείο του Γκάλη δεν μπορούσε να αναπαραχθεί χωρίς το μοναδικό φονικό του βλέμμα και χωρίς αντιπάλους απέναντί του. Όπως το τάνγκο θέλει δύο, όπως ο γκάνγκστερ ζει και αναπνέει μόνο όταν υπάρχουν μπάτσοι ή αντίπαλες συμμορίες, έτσι και ο Γκάλης ήθελε αντίπαλο, έναν ή πολλούς. Κάθε σπάσιμο της μέσης, κάθε ντρίμπλα που άφηνε τον αντίπαλο να χαζεύει την τριχωτή του πλάτη, είχαν χάρη όταν γίνονταν μόνο από τον Γκάλη. Τι γούστο θα είχε να επιχειρήσει κανείς το τριπλό σπάσιμο στον αέρα όταν θα έλειπαν οι Τσατσένκο και Βολκόφ; Πόση ομορφιά μένει σε μια προσποίησή του όταν δεν αφήνει αποσβωλομένο τον Κούκοτς; Δυο μέρες τώρα χαζεύω αποσπάσματα από την εκδήλωση που έγινε προς τιμή του και βουρκώνω. Ξέρεις γιατί; Γιατί όταν ήρθε ο Γκάλης στην Ελλάδα, έμοιαζε με το να παίρνεις έναν λευκό καρχαρία και να τον πετάς σε ένα ενυδρείο για μαρίδες. Οι δύο πιο πιθανές λύσεις στο πρόβλημα θα ήταν είτε ο καρχαρίας να πεθάνει ασφυκτιώντας, είτε να καταλάβει κανείς έγκαιρα το λάθος και να τον γυρίσει στον ωκεανό. Ο Γκάλης επιφύλλασε για τον ελληνικό αθλητισμό την πλέον σουρρεαλιστική λύση. Να μεγεθύνει μόνος του το ενυδρείο και να πάρει από το χεράκι τις μαρίδες και να τις κάνει πιράνχας. Κια ξέρεις επίσης για τι άλλο; Γιατί, αν και θα μπορούσε να είναι κορυφαίος παίζοντας στις μισές στροφές, προτίμησε σεβόμενος πρώτα απ' όλα τον εαυτό του, να έχει το υψηλότερο κίνητρο μέχρι την τελευταία στιγμή. Για αυτό και για μένα είναι ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής όλων των εποχών. Οι άλλοι ας συμβιβαστούν με τον Κεντέρη και την ντριμ τημ της άρσης βαρών.

 

Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Το δυτικό δωμάτιο

Πάλι καλά που υπάρχουν φίλοι όπως ο Μιχάλης να μου θυμίζει τις ξεχασμένες μου υποσχέσεις, αυτές που δεν έδωσα μεν σε άλλους ωστε να εκτεθώ δημοσίως, αλλά καμιά φορά το να απογοητεύεις τον εαυτό σου με την ασυνέπειά σου είναι ακόμη χειρότερο από την απαξία στα βλέμματα των γύρω. Διαβάζοντας την πρόσφατη ανάρτησή του σχετικά με τον Δημήτρη Πετσετίδη και το έργο του, θυμήθηκα ότι, όταν τελείωσα την ανάγνωση του τελευταίου του διηγήματος με τίτλο Εν οίκω, είχα βάλει σκοπό να γράψω σχετικά με αυτό. Δίστασα όταν αντιλήφθηκα ότι δεν έχω ιδέα από τη φόρμα του διηγήματος καθώς τα μόνα διηγήματα που έχω διαβάσει είναι τα δικά του και η όποια κριτική μου θα περιοριζόταν σε διθυράμβους καθοδηγούμενους σε σημαντικό βαθμό και από την ιδιαίτερη συμπάθεια που τρέφω στο πρόσωπο του μαθηματικού-λογοτέχνη-σκιτσογράφου Πετσετίδη. Η βασική ιδέα, όμως, που διατρέχει όλο το βιβλίο και αφορά χαρούμενες ή λυπηρές ιστορίες ανθρώπων που διαδραματίζονται σε λογής λογής δωμάτια, με ώθησε να θυμηθώ και να γράψω για το δωμάτιο που σημάδεψε τη δική μου ζωή, για το δωμάτιο που νιώθω πιο οικεία από κάθε άλλο, για το δικό μου δωμάτιο, το οποίο -όσα σπίτια κι αν άλλαξα στην τσιμεντούπολη- συνεχίζει να βρίσκεται στη Σπάρτη.
Μέγεθος και χρώμα. Το δωμάτιο μου είναι το μικρότερο του διαμερίσματος του τετάρτου ορόφου. Ο αδερφός Νικολάκης πήρε το μεγαλύτερο και απ' όσα αμυδρά θυμάμαι, αυτή η διανομή έγινε σχετικά αναίμακτα, κάτι το οποίο δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι συνέβη σε άλλες μεταξύ μας διενέξεις. Οι τοίχοι του έχουν χρώμα φυστικί, το διάλεξε η μαμά μου και ακόμη το υποστηρίζει πιο φανατικά και από Φρουρό της Επανάστασης του Αγιατολάχ στο Ιράν, στα περιοδικά βαψίματα του σπιτιού δε, το μόνο που τίθεται προς συζήτηση είναι ο τόνος του φιστικί χρώματος και μόνο. Περιττό να αναφέρω ότι το σκηνικό ολοκληρώνεται με ασορτί κουρτίνα με νεωτερικό μοτίβο σχεδίων, έτσι για να μη μας πούνε και μονόχνωτους. Θέλοντας και μη, συμπάθησα χρώμα και κουρτίνες σε σημείο τέτοιο που να έχω παραιτηθεί από όποια προσπάθεια αλλαγής της παγιωθείσης καταστάσεως, παρά τις τεράστιες πρακτικές δυσκολίες που συναντούσα όταν αναρτούσα αφίσες από συγκροτήματα ή το ιστορικό κολάζ μου -μπορείτε να φανταστείτε χειρότερο μπακ γκράουντ για το πρίσμα από το εξώφυλλο του Dark Side On The Moon ή για τον εκστασιασμένο ημίγυμνο Robert Plant από έναν φυστικί τοίχο;
Το περιεχόμενο. Ένα χαντ μέηντ κρεβάτι από οικογενειακό μας φίλο ξυλουργό, φτιαγμένο κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, ούτε ψηλό ούτε χαμηλό -μάλλον χαμηλό αφού ο σκύλος ανέβαινε χωρίς δυσκολία εκμεταλλευόμενος την απουσία αντιστάσεων εκ μέρους μου και κουλουριαζόταν στα πόδια μου όταν απολάμβανα τη μεσημεριανή μου ραστώνη. Οφείλω να αναγνωρίσω την ενόρασή του μάστορα όσο αφορά τις προοπτικές του ύψους μου, ούτε η κάσα δε θα μου ταιριάζει τόσο. Η πρώτη μου κλασσική κιθάρα γυμνή από χορδές. Ένα μπουζούκι της κακιάς ώρας που μου χάρισε ένας πολύ καλός φίλος. Μια βιβλιοθήκη με βιβλία του Ιουλίου Βερν και διάφορους τόμους πολιτικής οικονομίας και πολιτικά περιοδικά της ομογένειας που κουβάλησε σε μπαούλα ο πατέρας μου από τα ξένα, μια γοητευτική φωτογραφία του ιδίου να εκφωνεί πύρινους λόγους σε -παίρνω όρκο- σχετικά ολιγάριθμο ακροατήριο, ένα κουρδιστό παιχνίδι-τανκ που μου έκαναν δώρο εν είδει καζούρας πριν μπω φαντάρος, ένας ξεχαρβαλωμένος καλόγερος, ράφια με κασέτες αρχικά και σι ντι αργότερα. Τι ωραίες που ήταν οι κασέτες! Να αντιγράφεις τους τίτλους των τραγουδιών, να επιστρατεύεις το πολύ ή λίγο ταλέντο σου για να ζωγραφίσεις το λογότυπο του συγκροτήματος, να κοτσάρεις κάπου και την ημερομηνία που έγινε κτήμα σου. Μέχρι πριν κάμποσα χρόνια, σε ένα από τα ράφια δέσποζε ένα χοντροκομμένο φορητό ηχοσύστημα της Σόνυ πριν καταλήξει στο σπίτι της θείας μου και τροποποιηθεί το ρεπερτόριό του σε πιο εκκλησιαστικά ακούσματα.     
Το παράθυρο. Το δωμάτιό μου δεν έχει μπαλκόνι αλλά έχει παράθυρο. Ένα και καλό. Κοιτάζει προς τα δυτικά και σε ολόκληρο τον ορίζοντά του δεσπόζει ο Ταϋγετος. Από την περίφημη πυραμίδα στα νότια έως την καστροπολιτεία του Μυστρά στα βόρεια, το σκηνικό είναι αυτό και δεν αλλάζει. Υψώθηκαν πολυκατοικίες -ευτυχώς όχι τόσο ψηλές ώστε να μου στερήσουν τη θέα, φύτρωσαν κεραίες και φωτοβολταϊκά-ευτυχώς όχι τόσο άσχημα ώστε να μου αποσπάσουν την προσοχή. Συνεχίζω όταν ανοίγω ή κλείνω τις κουρτίνες να στέκω με δέος. Είτε όταν φυσάει νοτιάς και οι διαθλάσεις του φωτός από τη σκόνη σχηματίζει στα μάτια μου ιμπρεσιονιστικά τοπία, είτε όταν φυσάει βοριάς και η ατμόσφαιρα είναι τόσο καθαρή ώστε να διακρίνω το πιο στενό μονοπάτι, την πιο απόκρημνη πλαγιά, το τελευταίο δέντρο πριν την ερημωμένη κορυφογραμμή, το δέος είναι ίδιο. Με θυμάμαι να περιμένω τα πρώτα χιόνια το χειμώνα και το λιώσιμό τους την άνοιξη. Προσπαθώ να ξεχνάω τη στεναχώρια μου όταν αυτά έλιωναν πρόωρα.
Ο ήλιος θα δύει για πάντα βιαστικά και θα νυχτώνει γρήγορα στην κοιλάδα. Θα τον καταπίνει λαίμαργα το βουνό.
       

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Υπέροχο, γυαλιστερό μαύρο

Έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχουν ευτυχέστεροι ακροατές και φίλοι της μουσικής τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια από αυτούς που αγαπούν τη μαύρη μουσική, την αφροαμερικανική μουσική ή όπως θέλετε πείτε το, ώστε να μη σας κυνηγούν οι λάτρεις του πολιτικά ορθού λόγου, χωρίς φυσικά να αναφέρομαι στο προβαλλόμενο και υποστηριζόμενο από μέσα τύπου MTV καχέκτυπο. Ανήκωντας κι εγώ στη χορεία των ευτυχών, παρακολουθώ με δέος την άνθηση ενός δικτύου με ρίζες από το hip hop και την παρακαταθήκη του Gil Scott Heron και των Public Enemy, τις μεγάλες φωνές της soul, το funk του Cinton και τη jazz, με όλα αυτά τα ιδιώματα και τους εκπροσώπους τους να βρίσκονται σε έναν συνεχή διάλογο και ανταλλαγή στοιχείων με αποτέλεσμα ένα εκρηκτικό μείγμα. Η πρώτη μου επαφή με το πολιτιστικό φαινόμενο ήταν εντελώς τυχαία και συνέβη περίπου πριν δέκα χρόνια, όταν συνεπαρμένος από ένα εξώφυλλο που απεικόνιζε τρεις τύπους να ατενίζουν μια μεγαλούπολη. Η πόλη αποδείχθηκε ότι ήταν η Φιλαδέλφεια και, ακριβώς επειδή ήταν μεγαλούπολη, δεν ήταν η Νέα Φιλαδέλφεια. Οι τρεις τύποι που αγνάντευαν τους ουρανοξύστες, όλοι άξια τέκνα της πόλης, ήταν απο αριστερά προς τα δεξιά ο πιανίστας Uri Caine, ο ντράμερ Ahmir "Questlove" Thompson και ο μπασίστας Christian McBride. Έπρεπε να περάσουν κάποια χρόνια για να συλλάβω πόσο προφητικός ήταν ο δίσκος για τη συνέχεια, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο μεν Questlove είναι ο ντράμερ των Roots, παραγωγός στους περισσότερους και καλύτερους δίσκους της neo soul και του hip hop και ιδρυτικό μέλος της κολεκτίβας στην οποία οφείλεται εν πολλοίς αυτή η αναγένννηση της αφροαμερικανικής μουσικής, των Soulquarians, ενώ ο McBride είναι απλά ο καλύτερος μπασίστας της jazz επι γης εδώ και χρόνια. Η μία δεξαμενή από όπου το κίνημα αντλεί έμπνευση είναι τα μέλη των Soulquarians, με προεξάρχουσες φυσιογνωμίες την Erykah Badu και τους Bilal, Questlove, D'Angelo, J Dilla, Mos Def και κάμποσους ακόμα. Ειδικής αναφοράς χρήζει το πολυεργαλείο-μπασίστας Ουαλικής καταγωγής που ακούει στο όνομα Pino Palladino,  πρωτευόντως ως συνεργός σε πλείστα μουσικά θαυμαστά εγκλήματα, από την ανάσταση της καριέρας του John Mayer μέχρι τα αριστουργήματα του Roy Hargrove με τους RH Factor και δευτερευόντως γιατί είναι λευκός σαν μπουγάδα της μαμάς. Για την ιστορία, πολλοί από τους δίσκους που προέκυψαν από τα μέλη της κολεκτίβας ηχογραφήθηκαν στα ιστορικά Elecric Lady Studios του Jimi Hendrix. Η δεύτερη δεξαμενή δεν είναι άλλη από μια εξαιρετική φουρνιά νέων μουσικών της jazz, που πραγματικά έχουν απογειώσει το είδος με το νεωτερισμό τους στον ήχο και τη σύνθεση. Δώστε βάση στην πενιά (τους): Roy Hargrove, Robert Glasper, Karriem Riggins, Thundercat, Jamire Williams, Chris Dave και βάλε, με τον Flying Lotus να κινείται εκεί κοντά στο δικό του θαυμαστό σύμπαν. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον με τη νέα γενιά των μουσικών της jazz είναι ότι τροφοδοτεί με τα παιδιά της τα σχήματα μουσικών κολοσσών του είδους ενισχύοντας έτσι τη συνέχεια της αφροαμερικανικής μουσικής και τους δεσμούς της με το ένδοξο παρελθόν. Έτσι, θα συναντήσετε τον Roy Hargrove στους πρόσφατους δίσκους του Sonny Rollins ή τον Jamire Williams στο εξαιρετικό περσινό The Healer του Dr. Lonnie Smith. Τρανά παραδείγματα της όσμωσης αποτελούν το ντεμπούτο της Badu ονόματι Baduizm, όπου φιλοξενούνται η τρομπέτα του Hargrove από τη νέα γενιά αλλά και οι ιστορικές φυσιογνωμίες των Ron Carter στο μπάσο και του Roy Ayers στο βιμπράφωνο αλλά και το περσινό πόνημα του Glasper όπου παρελαύνουν όλοι οι σπουδαίοι της neo soul. Παρεμφερείς ενδιαφέρουσες συναντήσεις συναντά κανείς στο Voodoo του D'Angelo ή στο Hard Groove του RH Factor.
Ανεξάρτητα από τις πιθανές ενστάσεις περί "καθαρότητας των ειδών", η σύγχρονη σκηνή της αφροαμερικανικής μουσικής φαίνεται να αποκαθιστά την πληγείσα εικόνα της μαύρης κοινότητας που για χρόνια οριζόταν από το δίπολο στην μία άκρη του οποίου έστεκε το γκέτο και στην άλλη η χλιδή και ο μάτσο σεξισμός. Ίσως αυτή η έκρηξη δημιουργικότητας να δημιουργεί ένα πιο πρόσφορο έδαφος για συζητήσεις όπως αυτές που άνοιξαν πρόσφατα σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης (τα σχετικά άρθρα εδώ κι εδώ) και αφορούσαν την μεροληπτική υποεκπροσώπηση έργων αφροαμερικανών μουσικών στο ρεπερτόριο συμφωνικών ορχηστρών στις Ηνωμένες Πολιτείες.      

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Which side are you on?

Ούτε κατά παραγγελία να ερχόταν. Μιλάω για το ντοκιμαντέρ "Ταξισυνειδησία", το οποίο προβάλλεται εδώ και κάποιες εβδομάδες στις κινηματογραφικές αίθουσες και ασχολείται, όπως αναφέρει και το σχετικό δελτίο τύπου, με την ιστορία του ελληνοαμερικανικού ριζοσπαστισμού από την εποχή της μαζικής μετανάστευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες έως και την περίοδο του Μαρκαρθισμού. Και λέω ούτε κατα παραγγελία, γιατί πραγματεύεται στην ουσία δύο ιστορικά φαινόμενα με κοινό χαρακτηριστικό, ανάμεσα στα άλλα, και το δικό μου προσωπικό ενδιαφέρον για αυτά. Το ένα αφορά εν γένει τα προοδευτικά κινήματα και την Αριστερά στην Αμερική κατά τον εικοστό αιώνα, την τεράστια ιστορία των οποίων εργολαβικά έχουν αναλάβει να αποδομήσουν ή να λειάνουν τις επικίνδυνες για το συλλογικό πολιτικό αισθητήριο πτυχές τους τα καθεστωτικά αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, ιστορικοί και λόμπι. Το πλέον ηχηρό παράδειγμα που μπορώ να ανακαλέσω είναι η διαφορετική ανάγνωση της ανόδου στην εξουσία του Φ. Ρούσβελτ και της εφαρμογής του περίφημου New Deal με σκοπό την ανάσχεση της Μεγάλης Ύφεσης, σχέδιο το οποίο από μεν την καθεστηκυία τάξη θεωρείται περίπου κάτι σαν προσφορά του μεγάλου ηγέτη στον ρημαγμένο αμερικανικό λαό, από τους εναλλακτικούς ιστορικούς δε (βλ. Howard Zinn) αποτιμάται ως υποχώρηση και παραχώρηση του κατεστημένου απέναντι στη διαρκώς αυξανόμενη πίεση που του ασκούσαν μαχητικά συνδικάτα και οργανώσεις από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Η διήγηση αυτή έγινε σταδιακά όλο και περισσότερο άβολη με τα χρόνια με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί στο περιθώριο και τη λήθη καθώς ήταν ασύμβατη με τα κελεύσματα του Αμερικανικού Ονείρου. Τι έμεινε πίσω; Η εικόνα ενός χαρούμενου εργάτη να απολαμβάνει τα αγαθά του καπιταλισμού, του ανθρωπιστή εργοδότη και η μετατροπή της εξαίρεσης που ήθελε κάποιους λίγους επιτυχόντες υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες στον κανόνα-πρότυπο για τους υπόλοιπους. Το δεύτερο ιστορικό φαινόμενο, το οποίο στην ουσία έλαβε χώρα εντός του πρώτου και όχι ανεξάρτητα από αυτό, είναι αυτό ακριβώς που πραγματεύται το ντοκιμαντέρ. Οι άγνωστες πτυχές του ελληνοαμερικανιικού εργατικού κινήματος, που κείτονται θαμένες κάτω από ιστορίες για αγρίους, αυστηρά με happy end και πρωταγωνιστές ελληνικές πιτσαρίες, μπρούκληδες, γελαδάρηδες, ντάηνερ, γκρηκ τζάηρο, ελληνορθόδοξες εκκλησίες κατάμεστες από κακούγουστα κοστούμια και τουαλέτες και γενικά μια μακάρια αποχή από το κοινωνικό γίγνεσθαι. 
Το ντοκιμαντέρ τελεί υπό την αιγίδα της μη κερδοσκοπικής εταιρίας "Αποστόλης Μπερδεμπές" που έχει συσταθεί στη μνήμη του μετανάστη ακτιβιστή που δραστηριοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του '70. Μετά την ενδελεχή παρακολούθηση του ντοκιμαντέρ από μέρους μου, θα αναρτηθεί στο ιστολόγιο συζήτηση με προσωπικό φίλο του Μπερδεμπέ από τα χρόνια του Μεγάλου Μήλου, η οποία προβλέπεται λίαν ενδιαφέρουσα.          


Κυριακή 21 Απριλίου 2013

...All of which are american dreams...

Τι μεσολάβησε από την αυθεντική εμφάνιση την 14η Ιουνίου του 2000 μέχρι το προ ημερών αξιοπρεπέστατο αφιέρωμα των Καπηλίδη, Βήχου, Φράγκου και Παπάζογλου; Ή μάλλον, τι μεσολάβησε από τις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν η μαμά μου ανέβαινε στην Αθήνα και περνούσε από το ακμαίο τότε Μετρόπολις φέρουσα σκονάκι με τους δίσκους που όφειλε να προσκομίσει αμά τη επιστροφή της στην κοιμώμενη επαρχία, μεταξύ των οποίων δέσποζε αυτός που στο ασπρόμαυρο εξώφυλλο απεικόνιζε έναν μοναχό παραδομένο στις φλόγες, μέχρι και σήμερα; Τι έχω να θυμάμαι από αυτά τα περίπου είκοσι χρόνια, που δίχως άλλο κορυφώθηκαν τότε στην Πετρούπολη, σε ένα θέατρο που έβραζε τόσο που σχεδόν έλιωναν τα πέριξ νταμάρια; Τότε που για ενενήντα λεπτά βρεθήκαμε αιχμάλωτοι του πιο οργισμένου groove; Τότε που η ευρισκόμενη στο απόγειό της τετράδα επισκέφθηκε μια χώρα, της οποίας το κοινό έμελλε δεκατρία χρόνια μετά να έχει ανάγκη το κήρυγμά της περισσότερο από ποτέ, σίγουρα όχι για να το σώσει αλλά απλά και μόνο για να λυτρώσει την ψυχή του; Τι μεσολάβησε από τον σκυθρωπό και σεληνιασμένο νεαρό Zack De La Rocha του 1993 στον σαφώς πιο χαμογελαστό αλλά εξίσου σεληνιασμένο Zack De La Rocha του Battle of Britain το 2010, εκτός από την επί τα βελτίω αλλαγή στην κόμη; Με λίγα λόγια, τι γράφει ο έλεγχος των Rage Against The Machine εκτός από τις άκρως τιμητικές κατηγορίες για κακή διαγωγή;
Γράφει, λοιπόν, για έναν από τους πιο νεωτεριστές κιθαρίστες της τελευταίας εικοσαετίας. Κανείς, μα κανείς δεν παίζει κιθάρα σαν τον Morello. Δεν εννοώ καλύτερα ή χειρότερα. Μιλάω για τον τρόπο που χρησιμοποιεί το όργανο. Γράφει για έναν εκρηκτικό frontman, έναν οδοστρωτήρα επί σκηνής, έναν γλυκύτατο άνθρωπο κάτω από αυτή, που έμπαινε συχνά-πυκνά στο ρόλο του ρεπόρτερ για να πάρει συνέντευξη από τον Noam Chomsky ή από τους Ζαπατίστας, ή να διαμαρτυρηθεί για τα δικαιώματα των ιθαγενών, για ζητήματα δηλαδή τα οποία τύγχαναν ελάχιστης προβολής από τα αμερικανικά ΜΜΕ. Γράφει για ένα από τα πιο δεμένα και groovy rythm sections. Γράφει για κάποιες από τις πιο δαιμονιώδεις ζωντανές εμφανίσεις. Γράφει για τους πύρινους στίχους που έφτυνε με μίσος ο De La Rocha, χρησιμοποιώντας την αγγλική γλώσσα σε υψηλότατο επίπεδο, σε πείσμα όσων πιστεύουν ότι το τραγούδι διαμαρτυρίας περιορίζεται στα fuck και στα shit. Γράφει για έναν εκπληκτικό δίσκο με διασκευές, ο σκοπός του οποίου είναι να κοινωνήσει στο ακροατήριό τους όλους αυτούς που οι ίδιοι ένιωθαν ως καλλιτεχνικούς πατέρες τους, είτε αυτοί λέγονταν Dylan είτε MC5. Γράφει για ένα ιστορικό χτύπημα που έφεραν στη μουσική βιομηχανία και στον Simon Cowell το 2009 όταν η καμπάνια που οργάνωσαν θαυμαστές τους με σκοπό να εκθρονίσουν με το Killing In The Name την μπούρδα του X Factor από την κορυφή των χριστουγεννιάτικων charts στέφθηκε με επιτυχία. Αλλά βασικά γράφει για στιγμές σαν αυτή.


  
 Yes, I know my enemies They're the teachers who taught me to fight me, compromise, conformity, assimilation, submission, hypocrisy, brutality, the elite
All of which are American dreams

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Τα ντόνατς του J Dilla

Από μικρός θυμάμαι να μου άρεσαν τα κολάζ. Μου άρεσε να χαζεύω να ζευγαρώνουν μέσα τους ταιριαστά ή και αταίριαστα θέματα, μου άρεσε πώς συχνά έκλειναν πονηρά το μάτι στο κιτς. Είχα φτιάξει κι εγώ ένα δικό μου πάνω σε ένα μαύρο χαρτόνι, αφού είχα πετσοκόψει διάφορα καλλιτεχνικά ένθετα εφημεριδων, κόμικς ή περιοδικά για κιθάρες για να προκύψουν οι πρώτες ύλες της αρεσκείας μου. Το είχα ντύσει και με αυτοκόλλητο πλαστικό απ' αυτά που σου έντυνε η μαμά σου βιβλία και τετράδια κάθε Σεπτέμβρη για να κάνω τους ήρωές μου αλεξίσφαιρους και άτρωτους. Το αγαπούσα εκείνο το κολάζ παρά τις ατέλειές του για τις οποίες ευθυνόταν εν μέρει η ανικανότητα ενός αριστερόχειρα να κόψει με ψαλίδι για δεξιόχειρες -τις στραβοκομμένες φιγούρες και τις εγκλωβισμένες φυσαλίδες αέρα κάτω από το πλαστικό- και το πήρα μαζί μου όταν έφυγα από την τιμημένη Θερμοπυλών και ανέβηκα στην Αθήνα. Δεν το έχω πια, κάπου το δώρισα. Ευχή και κατάρα δίνω σε όποιον ή όποια το έχει να μην του κάνει κακό, είναι σπάνιο κειμήλιο της ελάχιστα καλλιτεχνικής πλευράς μου. Η εμμονή μου τροφοδοτήθηκε ακόμη περισσότερο όταν επισκέφτηκα πριν κάποια χρόνια το Παρίσι και τις ημέρες εκείνες το Pompidou φιλοξενούσε μια τεράστια έκθεση-αφιέρωμα στους DaDa. Εκεί να δεις κολάζ, εκεί να δεις οργισμένους καλλιτέχνες του Μεσοπολέμου να αποδομούν με ανίερο και χλευαστικό τρόπο την αστική κουλτούρα, να φτύνουν κατάμουτρα την μπελ επόκ και από τα συντρίμια του Μεγάλου Πολέμου να σκαρώνουν αριστουργήματα. Ούτε καν με πτόησε το γεγονός ότι, απ' όσους φίλους επισκέφτηκαν την έκθεση, μόνο εγώ ενθουσιάστηκα τόσο. Ούτε καν καταδέχτηκα να απαντήσω στις αιτιάσεις τους ότι το κολάζ δεν είναι τέχνη. Συγνώμη που βαριέμαι τα ιμπρεσιονιστικά ποταμάκια και νούφαρα, αλλά χέστηκα. Για μένα είναι και δεν ξέρω ποια καλή νεράιδα με έστειλε πάνω του, αλλά στο πρόσωπο του μακαρίτη J Dilla και ειδικά στο τελευταίο αριστούργημα της ζωής του με τίτλο Donuts, βρήκα το μουσικό ανάλογο της αγαπημένης μου τεχνοτροπίας. O J Dilla σέρβιρε τα τριανταένα λαχταριστά του ντόνατς σε ηλικία τριανταδύο ετών, λίγες μέρες μόνο πριν καταλήξει από επιπλοκές χρόνιας νόσου. Ο άνθρωπος που με τη δημιουργικότητά επανέφερε την τιμημένη πόλη του Ντιτρόιτ και πατρίδα της Motown ξανά στο προσκήνιο μετά από χρόνια για λόγους εντελώς διαφορετικούς από αυτούς με τους οποίους είχε ταυτιστεί για καιρό, όπως η ανεργία, οι κοινωνικές αναταραχές και η General Motors, ηχογράφησε το μεγαλύτερο μέρος του αριστουργήματος όντας κλινήρης και σωματικά εξαντλημένος μεν, με την εμπνευσή του στο ύψιστο δε. Από την πραγματικά αχανή δισκοθήκη του -την οποία μπορείτε να απολαύσετε εδώ- ανασύρει πραγματικά διαμάντια και τα χρησιμοποιεί σαν samples πάνω στα δικά του beats και μπασογραμμές. Παρελαύνουν χορεύοντας λοιπόν στο μοναδικό αυτό κολάζ ο Zappa με τον Shuggie Ottis, ο James Brown με τους Kool and The Gang, ο Stevie Wonder με τους Mountain στους ρυθμούς ενός τυπάκου που έχαιρε και χαίρει αναγνώρισης απο καλλιτέχνες ολόκληρου του μουσικού φάσματος που με το έργο του προσπάθησε να ενοποιήσει, από τη τζαζ μέχρι το χιπ χοπ. Γιατί η Μουσική είναι Μία. Και, όπως υπερθεματίζει και η φίλη του Erykah Badu στην αφιέρωση ενός πίνακα ζωγραφικής που του χάρισε: "Music Is Love, Ain't Nuthin Real But Love"


Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Άγγελος Εξάψαλμος

Ομολογώ ότι προ λίγων ημερών βρέθηκα αμήχανος μεταξύ διασταυρούμενων πυρών. Όχι ότι έλαβε χώρα κάποια επίσημη σύγκρουση, αλλά με αφορμή τις συναυλίες που έδωσε ο Διονύσης Σαββόπουλος στο Gagarin 205 πριν από περίπου δέκα ημέρες, ο μεν Δημήτρης Κανελλόπουλος ανέβασε μια σκληρή κριτική στο e-tetradio, ο δε Φοίβος Δεληβοριάς δημοσίευσε στην προσωπική του σελίδα άρθρο υπεράσπισης του καλλιτέχνη απέναντι στις απανταχού φωνές που τον κατέκριναν για άλλοτε άλλα ζητήματα, τόσο καλλιτεχνικά όσο και προσωπικών επιλογών. Καθώς εκτιμώ και τους δύο, τόσο τον Κανελλόπουλο ως δημοσιογράφο όσο βέβαια και τον Φοίβο ως τραγουδοποιό, με απασχόλησε το προς το πού έκλινε η δική μου τοποθέτηση απέναντι στον σπουδαίο Νιόνιο. Προκαταβολικά ενημερώνω ότι, παρά τις σημαντικές αλήθειες που κατά τη γνώμη μου περιλαμβάνονται και στα δύο κείμενα, με πίκρα και λύπη τοποθετούμαι στο πλευρό του Κανελλόπουλου. Και θα προσπαθήσω να το εξηγήσω όσο μπορώ. 
Καταρχήν να ξεκαθαρίσω ότι αν δεν εφημέρευα τις ημέρες εκείνες, ήταν πολύ πιθανό να πάω κι εγώ στο Gagarin. Για ποιον ακριβώς λόγο, δεν ξέρω. Ο καλός μου εαυτός θα πήγαινε με την ελπίδα να ξαναζήσει αυτό το ντελίριο χαράς και ανάτασης που είχε βιώσει πριν από δεκαπέντε και βάλε χρόνια, όταν ο Σαββόπουλος κυριολεκτικά ισοπέδωσε το αμφιθέατρο της Σπάρτης με μια εκπληκτική ορχήστρα όπου δέσποζε η φιγούρα του νεαρού τότε Πιερρακέα στις κιθάρες, σε ένα Διονυσιακό πανηγύρι άνευ προηγουμένου. Ο μικρός Κωστάκης έλιωνε εκείνα τα ωραία χρόνια τις κασέτες με τα πρώτα -και κορυφαία- πονήματα του Νιόνιου και το Περιβόλι του Τρελού όπως και ο Μπάλος είχαν ήδη αποκτήσει τη δική τους ξεχωριστή θέση στα all time αριστουργήματα απ' όλα τα είδη μουσικής. Ο κακός μου εαυτός, που προβάλλει και με μια σχετικά μεγαλύτερη ευχέρεια, θα πήγαινε για να διαπιστώσει ιδιοις όμμασι αν το καλλιτεχνικό κενό που χαρακτηρίζει την παρουσία του Σαββόπουλου τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε να ανατραπεί έστω για ένα βράδυ, όταν θα βρισκόταν επί σκηνής με σπουδαίους μουσικούς (Κιουρτσόγλου, Καρίπης, Πλακίδης) και σπουδαία τραγούδια. Δυστυχώς δεν πήγα, αλλά μάλλον δε θα άλλαζε και κάτι στην προσέγγισή μου απέναντί του. 
Με αφορμή παντως τη συναυλία, ο Κανελλόπουλος περνά τον Νιόνιο γενιές δεκατέσσερις, διαπιστώνοντας πέραν μιας αναιμικής σκηνικής παρουσίας και -ίσως αυθαίρετα- μια δυσφορία του τραγουδοποιού να υποστηρίξει μνημειώδη και βαρυσήμαντα τραγούδια του που έρχονται πλέον σε ευθεία σύγκρουση με τις απόψεις που διατυμπανίζει ο Σαββόπουλος τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια, με αυτή την τελευταία διαπίστωση να μην είναι καθόλου, μα καθόλου αυθαίρετη. Από την άλλη ο Δεληβοριάς καλεί το ακροατήριο να μην εξετάζει το σαββοπουλικό έργο σε ζεύξη με την πολιτική υπόσταση του τραγουδοποιού, καθότι αυτό είναι "καθαρός βιασμός του πώς λειτουργεί το πνεύμα" και "κανένας αριστερός δεν θα έπρεπε να βλέπει ποτέ Χίτσκοκ ή να ακούει Βαμβακάρη και κανένας δεξιός ν’ ακούει Clash ή Θεοδωράκη" (ή εγώ να διαβάζω Ελρόυ). Ανεξάρτητα του αν τελικά ο καλλιτέχνης παύει να έχει την υποχρέωση να υποστηρίζει το έργο του για να έχει αυτό την πλήρη σημειολογία του ή αν το έργο μπορεί να επιτελέσει τον όποιο σκοπό του απελευθερωμένο από τα βαρίδια ή τη μετριότητα της λοιπής, πλην της καλλιτεχνικής, υπόστασης του δημιουργού του, ερώτημα στο οποίο παραδέχομαι ότι δεν μπορώ νηφάλια να απαντήσω, ο Δεληβοριάς νομίζω ότι κάνει κάποιο λάθος. Και το λάθος έγκειται στο ότι κανένας από τους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησε ως παραδείγματα δεν καταπίεσαν τα έργα τους. Διαννοήθηκαν οι Clash να αλλάξουν τους στίχους στο London's Burning ή στο White Riot; Πέρασε ποτέ από το μυαλό του Jagger να ανακαλέσει το Street Fighting Man ως προπαγανδιστικό υπέρ της βίας, ακόμη και τώρα που συναναστρέφεται αποκλειστικά και μόνο με το διεθνές jet set; Αντιθέτως, ο Σαββόπουλος το έχει κάνει και μάλιστα κατ' επανάληψη. Στην πρόσφατη συναυλία του μετέτρεψε ως δια μαγείας τον χαφιέ σε μπαχαλάκη (κύριος οίδε ποιον καλλιτεχνικό σκοπό υπηρετούσε η αλλαγή αυτή), ενώ παλιότερα σε συναυλία-αφιέρωμα στο Χατζιδάκι φρόντισε να προσθέσει ένα "δεν" στους στίχους του Κεμάλ, κακοποιώντας τον καταληκτικό στίχο σε "με φωτιά και με μαχαίρι ο κόσμος δεν προχωρεί". Στην ουσία, δηλαδή, ο Σαββόπουλος κάνει αυτό ακριβώς που μας καλεί ο Δεληβοριάς να μην κάνουμε. Μπλέκει τη δική του πολιτική τοποθέτηση με το έργο τόσο το δικό του, όσο και άλλων καλλιτεχνών και το φέρνει στα δικά του μέτρα, δικαιώνοντας έτσι απόλυτα τον Κανελλόπουλο στην κριτική του. 
Πραγματικά όλα τα παραπάνω τα έγραψα με πόνο ψυχής. Είχα τον Σαββόπουλο βαθειά στην καρδιά μου, αλλά νομίζω ότι πλέον η σχέση μου με αυτόν -αλλά όχι με το έργο του- εχει πλήρως διαρραγεί. Και αυτό όχι τόσο γιατί νιώθω βαθιά προσβεβλημένος κάθε φορά που τον ακούω να υμνεί τη σημιτική οχταετία ή τη σημερινή συγκυβέρνηση, όσο γιατί την ασέβεια που δείχνει ο ίδιος απέναντι στην τεράστια παρακαταθήκη του. 
Αλλιώς κανένας αριστερός δεν θα έπρεπε να βλέπει ποτέ Χίτσκοκ ή να ακούει Βαμβακάρη και κανένας δεξιός ν’ ακούει Clash ή Θεοδωράκη - See more at: http://www.ogdoo.gr/portal/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=5992&Itemid=13#sthash.sR29b5Fe.dpuf Πηγή: www.ogdoo.gr